ἀνακόλουθος

ἀνακόλουθος
ἀνακόλουθ-ος, ον,
A inconsequent, Epicur.Ep.2p.41U.;

μετάβασις ἀ. Aët.6.22

; inconsistent,

τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις Muson.Fr.10p.56H.

; v. l. in Arr.Epict.1.7.18.
2 Gramm., anomalous, of inflexions, A.D.Pron.66.1, al.; also of changed constructions, ἀ. σχῆμα, σχηματισμοί, D.H.Th.41,42. Adv.

-θως Id.Rh.8.13

, Sch.Il.2.469
, EM722.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀνακόλουθος — inconsequent masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακόλουθος — η, ο (AM ἀνακόλουθος, ον) 1. (για πράξεις ή λόγους) αυτός που δεν έχει συνάφεια, συμφωνία με τα προηγούμενα, ασυνάρτητος, αντιφατικός 2. ασυνεπής 3. φρ. «ανακόλουθο(ν) σχήμα» (Γραμμ.) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια… …   Dictionary of Greek

  • ανακόλουθος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι σύμφωνος με τον εαυτό του, ο ασυνεπής: Είναι γνωστός ως άνθρωπος ανακόλουθος. 2. αυτός που δεν έχει λογική συνοχή, ασυνάρτητος: Μου αράδιασε λόγια ανακόλουθα. 3. «ανακόλουθο σχήμα», εκείνο το σχήμα λόγου στο οποίο σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνακολούθως — ἀνακόλουθος inconsequent adverbial ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακόλουθον — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc sg ἀνακόλουθος inconsequent neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθοις — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθου — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθους — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθων — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακολούθῳ — ἀνακόλουθος inconsequent masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακόλουθα — ἀνακόλουθος inconsequent neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”